στερεότητα

στερεότητα
η / στερεότης, -ητος, ΝΜΑ, και στερρότης ΜΑ [στερεός / στερρός]
η ιδιότητα τού στερεού, η κατάσταση τού στερεού
νεοελλ.
1. βαθμός αντοχής ενός αντικειμένου («έπιπλα μεγάλης στερεότητας»)
2. χημ. η αντοχή τών χρωστικών υλών στους παράγοντες οι οποίοι τείνουν να μεταβάλλουν τις αποχρώσεις τους
μσν.-αρχ.
1. σκληρότητα
2. δυσκαμψία
3. μτφ. (για πρόσ.) α) ισχυρογνωμοσύνη
β) σταθερότητα («στερρότητι νοὸς φληναφίαν ἐθραύσατε», Μηναί.)
4. φρ. «ἡ σὴ στερρότης» — τιμητική προσφώνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στερεότητα — η σταθερότητα, ανθεκτικότητα: Η κακή θεμελίωση μείωσε τη στερεότητα της οικοδομής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερεότητα — στερεότης hardness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

  • αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… …   Dictionary of Greek

  • βάσταγμα — το και βάσταμα και βάστηγμα (AM βάσταγμα, Μ και βάσταμαν) [βαστάζω] το φορτίο το οποίο βαστάζει ή φέρει κάποιος μσν. νεοελλ. προθεσμία νεοελλ. 1. το να βαστάει ή να μεταφέρει κάποιος κάτι 2. το σκοινί απ το οποίο κρέμεται το καντήλι 3. το σκοινί… …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • γεροσύνη — (I) η [γερός] 1. η υγεία, η ευεξία 2. (για πράγματα) η στερεότητα, η αντοχή. (II) η [γέρος] τα γεράματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”